- αλφιτοσιτώ
- ἀλφιτοσιτῶ (-έω) (Α)τρώω άλφιτα, κριθαρένιο ψωμί.[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλφιτόσιτος < ἄλφιτα + σίτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλφιτοσιτῶ — ἀλφιτοσῑτῶ , ἀλφιτοσιτέω eat barley bread pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀλφιτοσῑτῶ , ἀλφιτοσιτέω eat barley bread pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτοσιτώ — ἀρτοσιτῶ ( έω) (Α) 1. τρώγω σταρένιο ψωμί 2. τρέφομαι μόνο με άρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + σιτώ < σιτος < σίτος. Το ρ. αρτοσιτώ με τη σημασία «τρώω σίτινο άρτο» αντιτίθεται στο ρ. αλφιτοσιτώ* «τρώω άλφιτα, κριθαρένιο ψωμί», ενώ με τη σημασία … Dictionary of Greek